- ἀπαραλλάκτοις
- ἀπαράλλακτοςprecisely similarmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθεωρώ — ἐνθεωρῶ, έω (AM) 1. θεωρώ, βλέπω, παρατηρώ μέσα σε κάτι 2. παθ. είμαι θεατός, διακρίνομαι μέσα σε κάτι, βρίσκομαι, απαντώ («ἄλλοις ἀπαραλλάκτοις ἐνθεωρούμενον» που απαντά, που συναντάται σε άλλα απαράλλακτα, Μάξ. Ομολ.) … Dictionary of Greek